- αἰνοτόκεια
- αἰνοτόκειαunhappy in being a motherfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αινοτόκεια — αἰνοτόκεια, η (Μ) αυτή που ατύχησε στη μητρότητα, η άτυχη μητέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + τόκεια < τίκτω] … Dictionary of Greek
αινός — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… … Dictionary of Greek